Κι εσύ ωρέ κλεφτόπουλο,
παιδί του Αλαβάνου,
μωρέ παιδί χαημένο,
παιδί του Αλαβάνου,
γιατί 'σαι μαντρωμένο.
Με πιάσανε που λήστευα
μια τράπεζα στο Γκύζη,
μωρέ παιδί καημένο,
κι είμαι μπαγλαρωμένο,
για μ' έχουν μαντρωμένο.
Γιατί πήγες και λήστεψες
τράπεζα φυλαγμένη,
μωρέ παιδί χαημένο,
που' ταν αμπαρωμένη
και σε 'χουν μαντρωμένο.
Η τράπεζα ήταν αφύλαχτη
σα ξέφραγο αμπέλι,
μωρέ παιδί καημένο,
πρόκληση για το κλέφτη
και μ' έχουν μαντρωμένο.
Εσύ γιατί δεν τον εσκέφτηκες
το δόλιο το γονιό σου,
μωρέ παιδί χαμένο,
που είναι κι αρρωστούλης
που σ' έχουν μαντρωμένο.
Το φάδερ μου δε σκέφτηκα
που 'ναι χαρτί καμμένο,
μωρέ παιδί καημένο,
ούτε τον Αλαβάνο
το κόμμα του το... πλάνο.
Εμείς είμαστε αντάρτικα
παιδιά της Αναρχίας,
μωρέ παιδί καημένο,
παιδιά της φασαρίας
κι ας μ' έχουν μαντρωμένο.
Ας όψετ' ο παλιο-φορτηγατζής
της τάξης μας προδότης,
μωρέ παιδί καημένο,
ο ταξικός προδότης
που μ' έχουν μαντρωμένο.
Μου πήρανε και το ποδήλατο
με πάνω του τα ψώνια,
μωρέ παιδί καημένο,
μου πήραν και τα ψώνια
και μ' έχουν μαντρωμένο.
Κουράγιο κάνε σύντροφε
σε δέκα χρόνια βγαίνεις,
μωρέ παιδί βλαμένο,
σε δέκα χρόνια βγαίνεις
που 'σαι μαλακιασμένο.
Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
κατα μάνα κατα κύρη κανανε παιδί ζαφύρι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρε μπαλωταλευρόπουλο
ΑπάντησηΔιαγραφήπαιδί blogαρισμένο
οι στίχοι σου ήταν φοβεροί
λώπως πολύ μ' αρέσαν.
Γιάντα δε γράφεις πια συχνά
για να συχνοπερνούμε;
Κλείτορα πάντα το παιδί
ΑπάντησηΔιαγραφήπαίρνει απ' το πατέρα
γι αυτό κι η μάνα κάθεται
πάντοτε παρά πέρα.
Η τέχνη Σολομάντζαρε
που έχει τα προσόντα
θέλει και λίγη ρέγουλα
για να φανούν τα φόντα.
Σε θέλω δω να έρχεσαι
και να μου λες δικά σου
απο τα όμορφα αυτά
που γράφει η αφεντιά σου.